- Ναμίρ
- (γαλλ. Namur, φλαμανδ. Namen). Πόλη (105.700 κάτ. το 2003) του νοτιοκεντρικού Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.465 τ. χλμ., 447.775 κάτ. το 2002). Βρίσκεται επί του Μόσα (Μάας) στη συμβολή από τα αριστερά του Σαμπρ, 55 χλμ. ΝΑ των Βρυξελλών. Αρχαίας προέλευσης, ανήκε στους κόμητες της Ναμίρ, από τα πρώτα χρόνια του 10ου αι. έως το 1421, οπότε περιήλθε στον οίκο της Βουργουνδίας. Από το 1792 έως το 1814 ανήκε στους Γάλλους και υπήρξε πρωτεύουσα του νομού Σαμπρ- ε-Μεζ· αργότερα προσαρτήθηκε στο Βέλγιο. Η πόλη υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και μεγάλο μέρος των σημαντικών καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων της χάθηκε- άξιος μνείας είναι ο καθεδρικός ναός της, του 18ου αι. Η οικονομία βασίζεται στο εμπόριο και στη βιομηχανία, που είναι σημαντική κυρίως στους τομείς της βυρσοδεψίας, μεταλλομηχανουργίας, αλευροποιίας και ειδών διατροφής. Η επαρχία της Ν. συνορεύει με τη Γαλλία στα Ν και ορίζεται από τις βελγικές επαρχίες Ενό στα Δ, Βραβάντη στα Β, Λιέγη στα ΒΑ και Λουξεμβούργο στα Α. Είναι ορεινή και καλύπτεται από δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων στα ΝΑ, ενώ σε άλλα σημεία διασχίζεται από κυματοειδείς λόφους· έχει κλίμα ημιηπειρωτικό με ψυχρούς χειμώνες, δροσερά καλοκαίρια και μάλλον άφθονες βροχοπτώσεις. Κυριότεροι ποταμοί είναι ο Μόσας, ο Σαμπρ και ο Λέσε, παραπόταμοί του - αντίστοιχα - από τα αριστερά και δεξιά. Ο πληθυσμός, που μιλάει κυρίως τη γαλλική, ζει σε μικρές πόλεις διασκορπισμένες σε όλη την περιοχή· απο αυτές κυριότερες είναι η Ζαμπ, η Ντινάν και η Αντέν κοντά ή επί του Μόσα. Η οικονομία της περιοχής, από παράδοση συνδεδεμένη με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την εκμετάλλευση των δασών, πήρε νέα ώθηση από την ανακάλυψη και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων άνθρακα που ευνόησαν τη δημιουργία διάφορων βιομηχανιών (μεταλλουργίας, υαλουργίας και βυρσοδεψίας) και την ανάπτυξη του εμπορίου.
Dictionary of Greek. 2013.